- καρπωνία
- καρπ-ωνία, ἡ,A fruit-buying, PLond.ined.2338 (iii B. C.), BGU830.8 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρπωνία — καρπωνία, ἡ (Α) [καρπώνης] η αγορά καρπών από έμπορο … Dictionary of Greek